- συνιερατεύω
- ΜΑ [ἱερατεύω]είμαι ιερέας μαζί με άλλους, ασκώ τα ίδια με άλλους ιερατικά καθήκοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνιερατεύσοντα — συνιερατεύω fut part act neut nom/voc/acc pl συνιερατεύω fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερατεύοντας — συνιερατεύω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερατεύοντες — συνιερατεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιεράτευσαν — συνιερατεύω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερεύω — Α [συνιερεύς] συνίερατεύω* … Dictionary of Greek
συνιεριτεύω — Α συνιερατεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱεριτεύω «είμαι ιερέας»] … Dictionary of Greek
συνιερώμαι — άομαι, Α [ἱερῶμαι] συμμετέχω στην ιεροσύνη, συνίερατεύω* … Dictionary of Greek